ἀποσοβητής
From LSJ
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = -ητήρ, Sch.Ar.Pl.359.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― ὡσαύτως, -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― ὡσαύτως -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλεξητήριος: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.