σαώσω

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαώσω: μέλλ. τοῦ σαόω.

French (Bailly abrégé)

fut. Act. de σαόω.

Greek Monotonic

σαώσω: μέλ. του σαόω· Επικ. απαρ. σαωσέμεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαώσω ep. fut. act., zie σῴζω.