συρίττω
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
A v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.
Greek Monotonic
σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίττω: атт. = συρίζω I.