Προμήθειος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek (Liddell-Scott)
Προμήθειος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ εἰς τὸν Προμηθέα ἀνήκων, Ἀνθ. Π. 6. 100. Νικ. Ἀλεξιφ. 273, κτλ. ΙΙ. Προμήθεια, τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Προμηθέως, Λυσί. 161 ἐν τέλ., Ξεν. Ἀθην. 3, 4· κατὰ τὸν Meisterh 243 Προμήθια, τά, οὐχὶ Προμήθεια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Prométhée ; τὰ Προμήθεια XÉN fêtes de Prométhée.
Étymologie: Προμηθεύς.
Russian (Dvoretsky)
Προμήθειος: прометеевский Anth.
Middle Liddell
Προμήθειος, η, ον Προμηθεύς
I. Promethean, Anth.
II.