Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ao. poét. de ῥέζω.
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.
ἔρεξα: aor. 1 к ῥέζω.