γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
dat. pl. épq. de πούς.
πόδεσσι: (= ποσί, ποσσί и πόδεσσι) эп. dat. pl. к πούς.
πόδεσσι ep. dat. plur. van πούς.