πόδεσσι

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

French (Bailly abrégé)

dat. pl. épq. de πούς.

Russian (Dvoretsky)

πόδεσσι: (= ποσί, ποσσί и πόδεσσι) эп. dat. pl. к πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόδεσσι ep. dat. plur. van πούς.