πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
f.1 de δάκνω.
δήξομαι: μέλ. του δάκνω.
δήξομαι: fut. к δάκνω.
δήξομαι ind. fut. med. van δάκνω.