ἐξατονέω
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
A to be tired out, Arist.HA630b8; to be weakened, ἐκ νηστείας Ph.2.672.
German (Pape)
[Seite 874] verstärktes simpl., Arist. H. A. 9, 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξατονέω: χάνω τὰς δυνάμεις μου, χαυνοῦμαι, ἀπαυδῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 45. 6.
Spanish (DGE)
debilitarse, agotarse, desfallecer físicamente ὑπομένει ὅταν ἐξατονῇ Arist.HA 630b8, τοῖς ζῴοις, ἅτινα ἀπὸ πολλοῦ ἡλίου ἢ καμάτου ἐξατονήσουσι Hippiatr.62.5, cf. Olymp.Iob 133.24, Ath.Al.V.Anton.39.6, ὅταν ἡ αἴσθησις ἐξατονῇ Them.in de An.90.13, fig. τὰ ἐξητονηκότα τῆς ψυχῆς ἡμῶν μέλη Mac.Aeg.Ep.Magn.264.18.
Russian (Dvoretsky)
ἐξατονέω: терять силы, слабеть Arst.