καταδεῶς
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière tout à fait incomplète ou insuffisante;
Cp. καταδεεστέρως ou καταδεέστερον.
Étymologie: καταδεής.
Russian (Dvoretsky)
καταδεῶς: adv., положит. степень к compar. καταδεεστέρως (см.).