ἀποσκαρίζω

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ἀπασκαρίζω, LXX Jd. 4.21.

German (Pape)

[Seite 324] zappelnd sterben, Lucill. 41 (XI, 114); LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκᾰρίζω: ἀπασκαρίζω, ὃ ἴδε.

Spanish (DGE)

(ἀποσκᾰρίζω)
morir entre convulsiones LXX Id.4.21 (Aq.Id.4.21), AP 11.114 (Nicarch.).

Greek Monolingual

οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκᾰρίζω: умирать в судорогах Anth.