δεξιόφιν

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 547] Homer einmal, Iliad. 13, 308, s. δεξιός.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόφιν: ἴδε ἐν λ. δεξιός.

French (Bailly abrégé)

v. δεξιός.

Spanish (DGE)

v. δεξιός.

Greek Monolingual

δεξιόφιν (Α)
(επικ. γεν.) φρ. «ἐπὶ δεξιόφιν» — προς τα δεξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + (κατάλ.) -φι (ν), αρχαία οργανική πτώση (πρβλ. επικ. δοτ. βίῃφι)].

Greek Monotonic

δεξιόφιν: Επικ. γεν. του δεξιός.

Russian (Dvoretsky)

δεξιόφιν: gen. и voc. к δεξιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιόφιν ep. instr. van δεξιός.