ἀνδραπόδεσσι
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A v. ἀνδράποδον.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ἀνδράποδον.
Greek Monotonic
ἀνδραπόδεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του ἀνδράποδον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδραπόδεσσι: эп. dat. pl. к ἀνδράποδον.