ἀνδραπόδεσσι
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
v. ἀνδράποδον.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ἀνδράποδον.
Greek Monotonic
ἀνδραπόδεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του ἀνδράποδον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδραπόδεσσι: эп. dat. pl. к ἀνδράποδον.