εἵαται

From LSJ
Revision as of 10:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵαται Medium diacritics: εἵαται Low diacritics: είαται Capitals: ΕΙΑΤΑΙ
Transliteration A: heíatai Transliteration B: heiatai Transliteration C: eiatai Beta Code: ei(/atai

English (LSJ)

εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι.    II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106.    2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.

English (Autenrieth)

see ἧμαι.

Spanish (DGE)

v. ἧμαι.

Greek Monotonic

εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

εἵᾰται: = ἕαται.