συνομήθης
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ες,
A = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
Greek Monolingual
-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
Greek Monotonic
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.