πολυφροσύνη

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A fullness of understanding, great shrewdness, Hdt.2.121.ζ, Democr.40: pl., Thgn.712.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Verstand, Klugheit; Her. 2, 121, 6; im plur., Theogn. 712.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφροσύνη: ἡ, πολλὴ σκέψις, φρόνησις, μεγάλη εὐφυΐα, Ἡρόδ. 2. 121, 6· ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 712.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, habileté.
Étymologie: πολύφρων.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύφρων
1. πολλή σύνεση, φρόνηση
2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.

Greek Monotonic

πολυφροσύνη: ἡ, πλήρης κατανόηση, μεγάλη ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφροσύνη: (σῠ) ἡ рассудительность, сметливость Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφροσύνη -ης, ἡ [πολύφρων] slimheid.