κάτημαι

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

German (Pape)

[Seite 1401] ion. = κάθημαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κάτημαι: Ἰων. = κάθημαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κάθημαι.

Greek Monotonic

κάτημαι: Ιων. αντί κάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

κάτημαι: ион. = κάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτημαι Ion. voor κάθημαι.