πολύφθορος

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πολύφθορος: 1) пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2) совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.