πολύφθορος

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφθορος Medium diacritics: πολύφθορος Low diacritics: πολύφθορος Capitals: ΠΟΛΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: polýphthoros Transliteration B: polyphthoros Transliteration C: polyfthoros Beta Code: polu/fqoros

English (LSJ)

ον, Pass., utterly destroyed or utterly ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S. Tr. 477, El. 10. (φθείρω II. 4) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A. Pr. 633, 820; of merchants, S. Fr. 555.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

German (Pape)

sehr viel Verderben, Unglück habend; δῶμα Πελοπιδῶν, Soph. El. 10, vgl. Trach. 477; Eur. Phoen. 1029.

Russian (Dvoretsky)

πολύφθορος:
1 пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2 совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].