ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: ἔδεκτο | Medium diacritics: ἔδεκτο | Low diacritics: έδεκτο | Capitals: ΕΔΕΚΤΟ |
Transliteration A: édekto | Transliteration B: edekto | Transliteration C: edekto | Beta Code: e)/dekto |
v. δέχομαι.
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.