ἀδικομαχία
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἡ,
A unfair fighting, Arist.SE171b23, cf. Ascl.in Metaph.243.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῐκομᾰχία: ἡ, ἄδικος τρόπος τοῦ μάχεσθαι, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1. 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
trampa, deslealtad ἡ ἐν ἀγῶνι ἀδικία εἶδός τι ἔχει καὶ ἔστιν ἀ. τις Arist.SE 171b23, ἐν ἀντιλογίᾳ ἀ. ἡ ἐριστική ἐστιν Arist.SE 171b23.
Russian (Dvoretsky)
ἀδῐκομᾰχία: ἡ борьба нечестными средствами Arst.