κυνήγιον
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
τό, later form for κυνηγέσιον,
A hunt, chase, Ath.15.677e: in pl., Plb.10.22.4, D.S.5.29 (v.l. -ίαις), etc. 2 beast-hunt in the Amphitheatre, = Lat. venatio, CIG3847b8 (Nacolea), OGI533.7 (Ancyra). 3 in pl., game-preserves, D.S.2.8, Philostr.VA2.14. 4 prey, κυνήγια λεόντων ὄναγροι LXX Si.13.19.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνήγιον: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κυνηγέσιον, θήρα, κυνήγιον ὡς καὶ νῦν, Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Ἀθήν. 677Ε· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 10. 25, 4, καὶ διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. 5. 29, κτλ. 2) θήρα ἀγρίων θηρίων ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3847b. 8, 4039, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. κυνηγία.
Greek Monotonic
κῠνήγιον: τό = κυνηγέσιον, θήρα, κυνήγι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνήγιον: τό Plut. = κυνηγία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνήγιον -ου, τό [κυνηγέτης] later voor κυνηγέσιον jacht.