ὑποκρατηρίδιον
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
support d’un petit cratère.
Étymologie: ὑπό, κρατήρ.
Greek Monotonic
ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκρᾱτηρίδιον: ион. ὑποκρητηρίδιον τό подставка для чаши, подчашник Her.