ὀλβοθρέμμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.
English (Slater)
ὀλβοθρέμμων
1 reared amid wealth (cf. ὑδατοθρέμμων) Κῆρες ὀλβοθρέμμονες fr. 277 ad fr. 223.
Greek Monolingual
ὀλβοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο-θρέμμων].
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοθρέμμων: 2, gen. ονος вскормленный счастьем (Κῆρες Pind.).