Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδατοθρέμμων

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοθρέμμων Medium diacritics: ὑδατοθρέμμων Low diacritics: υδατοθρέμμων Capitals: ΥΔΑΤΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: hydatothrémmōn Transliteration B: hydatothremmōn Transliteration C: ydatothremmon Beta Code: u(datoqre/mmwn

English (LSJ)

ὑδατοθρέμμον, gen. ονος, nurtured and living in water, ἰχθῦς Emp.21.11, 23.7 [with ῡ, in dact. verse].

German (Pape)

[Seite 1172] ονος, vom Wasser, im Wasser genährt, wachsend, lebend, ἰχθύς, Empedocl. 78. 88, wo in der Vershebung υ lang gebraucht ist.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοθρέμμων: 2, gen. ονος (ῡ!) τρέφω обитающий в воде (ἰχθύς Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοθρέμμων: -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, ἰχθὺς Ἐμπεδ. 130 [μετὰ ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- του τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιοθρέμμων, ολβοθρέμμων].