ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
σέων: γεν. πληθ. τοῦ σής.
σέων: γεν. πληθ. του σής.
σέων gen. plur. van σής.
σέων: gen. pl. к σής.