διανέστην
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
French (Bailly abrégé)
ao.2 de διανίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανέστην stamaor. van διανίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
διανέστην: aor. 2 к διανίσταμαι.