θέμιστα

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,

   A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα· ἔννομα, νόμιμα»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».

Greek Monotonic

θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θέμιστα: acc. sing. к θέμις.