Σεμίραμις

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
Sémiramis, reine d'Assyrie, épouse de Ninos.
Étymologie:.

Greek Monolingual

-άμιδος, η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) βασίλισσα της Ασσυρίας, στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα, η οποία υπήρξε μεγάλη ηγετική φυσιογνωμία της εποχής της και αργότερα έγινε ηρωίδα θρύλων
νεοελλ.
(ως τίτλος) Σεμίραμις
μουσ. δίπρακτη όπερα του Ροσίνι σε λιμπρέτο του Βολταίρου.

Russian (Dvoretsky)

Σεμίρᾰμις: εως, ион. ιος (μῑ) ἡ Семирамида (супруга царя Нина, царица Ассирии) Her., Theocr. etc.