ὡμολογημένως

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡμολογημένως Medium diacritics: ὡμολογημένως Low diacritics: ωμολογημένως Capitals: ΩΜΟΛΟΓΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hōmologēménōs Transliteration B: hōmologēmenōs Transliteration C: omologimenos Beta Code: w(mologhme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω,

   A confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.

German (Pape)

[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].

Russian (Dvoretsky)

ὡμολογημένως: [part. pf. pass. к ὁμολογέω единодушно, по взаимному соглашению Diod.