πρόσεργος

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499

German (Pape)

[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρ-εργον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεργος: постоянно работающий, неутомимый (ἄτρακτος Anth.).