θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
ao. de καθίημι.
καθῆκα: αόρ. αʹ του καθίημι.
καθῆκα aor. van καθίημι.
κᾰθῆκα: aor. к καθίημι.