ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ίδοςfém;c. Αἰτώλιος.
-ίδοςetolia, ἐλαία B.8.29, χώρη Hdt.6.127, cf. E.Ph.981, A.R.1.146.
Αἰτωλίς: ίδος adj. f этолийская (χώρα Her.; γυνή Soph.).
Aetolian