κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
3ᵉ sg. opt. ao.2 de ἁλίσκομαι.
ἁλῴη: καὶ ἁλώῃ, ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι. «
see ἁλίσκομαι.
ἁλῴη: эп. 3 л. sing. opt. aor. к ἁλίσκομαι.