ἀνέπαλτο
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἀνεπάλμενος, v. sub ἀναπάλλω.
German (Pape)
[Seite 224] aor. syne. zu ἀναπάλλω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαλτο: ἀνεπάλμενος, ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. de ἀναπάλλω.
English (Autenrieth)
see ἀναπάλλω.
Greek Monotonic
ἀνέπαλτο: γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπαλτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἀναπάλλω.