ἄνισον
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
τό, A v. ἄννησον.
German (Pape)
[Seite 238] τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηθον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῑσον: τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ ἄνηθον· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63.
Spanish (DGE)
v. ἄννησον.
Greek Monolingual
ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.