βήσετο
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A v. βαίνω. βησίον, v. βησσίον.
Greek (Liddell-Scott)
βήσετο: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de βαίνω.
English (Autenrieth)
see βαίνω.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek Monotonic
βήσετο: Επικ. αντί ἐβήσατο, Μέσ. αόρ. αʹ του βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βήσετο: и ἐβήσετο эп. aor. med. к βαίνω.