Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
v. γηθέω.
see γηθέω.
γέγηθα: αρακ. του γηθέω.
γέγηθα: pf. praes. к γηθέω.
γέγηθα indic. perf. act., zie γηθέω.