δέχαται
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A v. δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέχαται: ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. de δέχομαι.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monotonic
δέχαται: Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέχαται: эп. 3 л. pl. pf. к δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχαται Ion. poët. ind. praes. 3 plur. van δέχομαι.