εὑρετέος

From LSJ
Revision as of 22:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετέος Medium diacritics: εὑρετέος Low diacritics: ευρετέος Capitals: ΕΥΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: heuretéos Transliteration B: heureteos Transliteration C: evreteos Beta Code: eu(rete/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be discovered, found out, Th.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.

Middle Liddell

εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.