καρδοπεῖον
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
τό,
A cover of a kneading-trough, Hsch. II = παυσικάπη, muzzle, Ar.Fr.301.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, Deckel des Backtrogs, VLL.; auch = παυσικάπη, Poll. 10, 112.
Greek Monolingual
καρδοπεῑον, τὸ (Α) κάρδοπος
1. το σκέπασμα της σκάφης
2. φίμωτρο.
Russian (Dvoretsky)
καρδοπεῖον: τό Arph. = παυσικάπη.