κεφαλαλγός
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
German (Pape)
[Seite 1428] = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγός: -όν, ἴδε ἐν λεξ. κεφαλαλγής.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαλγός: Plut. v. l. = κεφαλαλγής.