ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
adv.secrètement.Étymologie: λαθραῖος.
(Α λαθραίως)επίρρ. βλ. λαθραίος.
λαθραίως: тайно, украдкой, тайком Aesch., Eur.
(see also: λαθραῖος) secretly, by stealth