λάχεσις
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.
Greek Monolingual
η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].
Russian (Dvoretsky)
λάχεσις: ιος ἡ λαγχάνω судьба, рок Her.