λυκιουργής
From LSJ
English (LSJ)
ές, contr. for λυκιοεργής.
French (Bailly abrégé)
c. λυκιοεργής.
Greek Monolingual
λυκιουργής, -ές (Α)
βλ. λυκιοεργής.
Russian (Dvoretsky)
λῠκιουργής: стяж. = λυκιοεργής.
Full diacritics: λυκιουργής | Medium diacritics: λυκιουργής | Low diacritics: λυκιουργής | Capitals: ΛΥΚΙΟΥΡΓΗΣ |
Transliteration A: lykiourgḗs | Transliteration B: lykiourgēs | Transliteration C: lykiourgis | Beta Code: lukiourgh/s |
ές, contr. for λυκιοεργής.
c. λυκιοεργής.
λυκιουργής, -ές (Α)
βλ. λυκιοεργής.
λῠκιουργής: стяж. = λυκιοεργής.