μαχιμώδης

Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ες,

   A quarrelsome, AP12.200 (Strat.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.

Greek Monolingual

μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).

Greek Monotonic

μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).

Middle Liddell

μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.