μεθεκτέον

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτέον Medium diacritics: μεθεκτέον Low diacritics: μεθεκτέον Capitals: ΜΕΘΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: methektéon Transliteration B: methekteon Transliteration C: methekteon Beta Code: meqekte/on

English (LSJ)

(μετέχω)

   A one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.

German (Pape)

[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.

Greek Monotonic

μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτέον: adj. verb. к μετέχω.