μεταφορικῶς
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
French (Bailly abrégé)
adv.
par métaphore, métaphoriquement.
Étymologie: μεταφορικός.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορικῶς: метафорически Plut.