μονόστεος
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ον,
A consisting of one bone, κρανίον Arist.HA516a16; αὐχήν Id.PA686a21.
German (Pape)
[Seite 205] aus einem Knochen bestehend, Arist. H, A. 3, 7 part. an. 4, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστεος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς ὀστοῦ, κρανίον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· αὐχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστεος, -ον και μονόοτους, -ουν)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ-όστεος.
Russian (Dvoretsky)
μονόστεος: состоящий из одной только кости (κρκνίον Arst.).